top of page

Οι τρεις κρίσιμοι παράγοντες που θα διαμορφώσουν την αγορά εργασίας του αύριο


Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο 4 Απριλίου 2024


Το μέλλον της αγοράς εργασίας αποτυπώνει ένα σκηνικό διαρκών αλλαγών, όπου η τεχνολογική εξέλιξη, οι δημογραφικές μεταβολές και οι οικονομικές προκλήσεις διαμορφώνουν νέες προοπτικές και απαιτήσεις. Η ανάλυση της σημερινής κατάστασης και οι προβλέψεις για τα επαγγέλματα του μέλλοντος είναι ιδιαίτερα σημαντική για την προσαρμογή των ανθρώπινων πόρων στις ανάγκες της επόμενης ημέρας. Τρείς κρίσιμοι παράγοντες παίζουν τον μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας σήμερα: η δυσανάλογη ανάπτυξη συγκεκριμένων, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, κλάδων, το δημογραφικό και η αναντιστοιχία προσόντων.

Ο δυϊσμός στην αγορά εργασίας είναι μια πραγματικότητα, με τις χαμηλότερου επιπέδου θέσεις να αναπτύσσονται ταχύτερα σε σχέση με εκείνες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας όσον αφορά στους μισθούς, στην ασφάλεια και στο επίπεδο απαιτούμενων δεξιοτήτων. Χαρακτηριστικό αυτού του φαινομένου είναι ότι στην Ελλάδα μόνο το 32% των θέσεων εργασίας απαιτούν υψηλού επιπέδου δεξιότητες, έναντι του 42% του μέσου όρου της Ευρώπης. Ως επί το πλείστον αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία των διαθέσιμων θέσεων εργασίας σήμερα είναι χαμηλά αμειβόμενες και χαμηλής προστιθέμενης αξίας για την οικονομία μας, όπως για παράδειγμα οι σερβιτόροι, οι γραμματείς και οι οδηγοί οχημάτων που παρότι βλέπουν σχετικά άμεση απορρόφηση λαμβάνουν μεικτές απολαβές 995 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο με εποχιακή κυρίως εργασία.


Συγκεκριμένα, βλέπουμε ραγδαία ανάπτυξη ζήτησης εργατικού δυναμικού σε κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο (+13,07%, 2022-2023), την εστίαση (+10,19%) και το χονδρικό εμπόριο (+9,5%). Αυτό οδηγεί σε μια οικονομία υποτονικής ανάπτυξης που προσανατολίζεται περισσότερο στην παροχή βασικών υπηρεσιών, παρά στη μεταποίηση, στην βιομηχανία, στην γεωργία ή την τεχνολογία – κοινώς, κλάδοι που προσφέρουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υψηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες.


Ως φυσική συνέχεια του δυϊσμού, είναι το επίπεδο αμοιβών στην χώρα μας. Η πρόκληση των μισθών παραμένει επίκαιρη, με την οικονομική ανάπτυξη και τις προσπάθειες αύξησης του κατώτατου μισθού να μην καταφέρνουν να ενισχύσουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα εργαζόμενου. Η ανάλυση των μισθών στην Ελλάδα για το 2023 αποκαλύπτει ένα ενδιαφέρον σκηνικό: ο μέσος μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε σε 1.251 ευρώ μεικτά, σημειώνοντας αύξηση 6,34% σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι πέντε στους δέκα μισθωτούς λαμβάνουν μισθό έως 1.000 ευρώ μηνιαίως ενώ ένα 15% του ενεργού πληθυσμού λαμβάνει κάτω από 500 ευρώ.


Ακόμα μεγαλύτερης σημασίας κρίνεται το ζήτημα του δημογραφικού ως κύριος παράγοντας στην διαμόρφωση δυναμισμού των επαγγελμάτων στην Ελλάδα. Το δημογραφικό ζήτημα, με τον συρρικνούμενο και γηράσκοντα πληθυσμό, ασκεί σημαντική πίεση τόσο στην αγορά εργασίας, όσο και στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στον τρόπο που θα δουλεύουμε. Συνοπτικά, η αύξηση των ηλικιωμένων σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για επαγγελματίες στο χώρο της πρόνοιας. Επαγγέλματα όπως οι νοσηλευτές, ιατροί, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές, ψυχολόγοι θα απολαύσουν υψηλή απορρόφηση και ασφάλεια και αυξημένη ποιότητα εργασίας.

Αξιοσημείωτη είναι η πίεση που ασκεί η ανατροπή κατανομής πληθυσμού στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Η πίεση προκύπτει καθώς αυξάνονται οι συνταξιούχοι και μειώνονται οι ενεργά απασχολούμενοι, ώστε υπάρχουν όλο και λιγότερα διαθέσιμα κεφάλαια που μπορούν να τροφοδοτήσουν τα ασφαλιστικά ταμεία. Ως αποτέλεσμα, απαραίτητη θα είναι η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης καθώς και οι πιο σκληρές ώρες εργασίας. Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η επιρροή του δημογραφικού στον κλάδο της εκπαίδευσης. Απλούστατα επειδή μειώνεται ο νεότερος πληθυσμός, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα βιώσει ανατροπές ως προς την ζήτηση δασκάλων. Επομένως, η ανάγκη για επαγγελματίες στον χώρο της πρόνοιας, η προοπτική αναθεώρησης της ηλικίας συνταξιοδότησης, η ανατροπή ζήτησης στην εκπαίδευση είναι ένδειξη των αλλαγών που επίκεινται.


Τέλος, η αναντιστοιχία προσόντων αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα, με την εκπαίδευση να μην ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Μια μελέτη του Ευρωβαρόμετρου, αφιερωμένη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την έλλειψη δεξιοτήτων, αποκαλύπτει ότι το 77% των ελληνικών εταιρειών δυσκολεύεται να βρει εργαζομένους με τις επιθυμητές δεξιότητες, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 62% για αντίστοιχες επιχειρήσεις. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση ενός σχετικά χαμηλού ποσοστού εργασιακών θέσεων που απαιτούν υψηλές δεξιότητες, με αποτέλεσμα την περιορισμένη ενσωμάτωση τεχνογνωσίας στο παραγωγικό της σύστημα. Παρά τη διαθεσιμότητα εργαζομένων με εκπαιδευτικά και πρακτικά προσόντα, δυστυχώς, ένα σημαντικό μέρος αναγκάζεται να εργαστεί σε θέσεις με χαμηλότερες απαιτήσεις δεξιοτήτων. Επομένως, η επαγγελματική κατάρτιση και η διά βίου μάθηση αναδεικνύονται ως θεμελιώδεις παράγοντες για την ενίσχυση της απασχολησιμότητας και την προσαρμογή στις νέες προκλήσεις.


Η αγορά εργασίας του μέλλοντος απαιτεί ευελιξία, προσαρμοστικότητα και συνεχή εκπαίδευση, καθώς οι ταχύτατες, σκλήρες, ανατροπές των μεγάλεων τάσεων στην οικονομία μας όπως οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές και η έλλειψη ενός σοβαρού παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης ανά κλάδο, διαμορφώνουν ένα συνεχώς εξελισσόμενο εργασιακό περιβάλλον. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, η ύπαρξη καταρτισμένων επαγγελματιών οι οποίοι επέλεξαν τον επαγγελματικό κλάδο δραστηριοποίησής τους ανάλογα με τις κλίσεις τους, τους καθιστά περισσότερο αποδοτικούς, ικανούς και ανταγωνιστικούς, αναβαθμίζοντας τόσο το επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών στην κοινωνία, όσο και την οικονομική κατάσταση του κράτους. Με γνώμονα τα όσα δεδομένα έχουμε συγκεντρώσει και τις διαθέσιμες προβλέψεις για την αγορά εργασίας του αύριο οφείλουμε να προετοιμαστούμε αναλόγως και να είμαστε αισιόδοξοι για τις εργασιακές προκλήσεις που έπονται.

Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page